Μπάρλα, εξορία, στρατολόγηση, ανταλλαγή…
ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΚΑΡΟΓΛΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΟΥ ΑΒΕΡΚΙΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΘΕΟΠΙΣΤΗΣ
(Απόσπασμα το οποίο αναφέρεται στον ξεριζωμό της οικογένειας του και των Ελλήνων της Μπάρλας)
Γεννήθηκα το 1915 σ' ενα χωριό της Μικράς Ασίας λεγόμενον Πάρλα κάπου πενήντα χιλιόμετρα από την πόλη Ικόνιο. Το χωριό μου ήταν χτισμένο σε δύο πλαγιές ανάμεσα είχε ένα ποτάμι με πολύ λίγο νερό. Προς το ανατολικό μέρος κατοικούσαν Χριστιανοί και στο δυτικό μέρος οι Οθωμανοί. Οι Χριστιανοί ήταν 450 οικογένειες περίπου και οι Οθωμανοί 550 οικογένειες περίπου. Οι Χριστιανοί είχαμε δύο εκκλησίες, μάλλον στο ίδιο κτίριο που ήταν δίπατο. Η μία εκκλησία ήταν στο υπόγειο που ήταν του Αγίου Χαραλάμπου σαν κρυφό Σχολειό. Η άλλη ήταν του Αγίου Θεοδώρου.
Στο χωριό μας είχαμε και σχολείο εξατάξιο. Στα σχολεία είχαμε βιβλία με Ελληνικά γράμματα με Τουρκικές ομιλίες και αυτό γιατί ο Σουλτάνος είπε στους χριστιανούς (ρώτησε) τι θέλετε να απαγορέψω την Ελληνική γλώσσα ή τα γράμματα; και οι χριστιανοί είπαν καλύτερα να μας απαγορέψεις την γλώσσα και έτσι έγινε γι' αυτό και είμαστε Τουρκόφωνοι.
Λοιπόν όπως είπαμε παραπάνω γεννήθηκα το 1915 όταν ήμουν έξη μηνών οι Τούρκοι πήραν τον πατέρα μου στο στρατό και δεν ξαναγύρισε και έτσι η μάνα μου έμεινε με πέντε παιδιά χήρα τι να κάνει; ότι είχε και δεν είχε τα πούλησε για να μεγαλώσει τα παιδιά της. Τα παιδιά της όλα ήταν αγόρια ο Κυριάκος, ο Αναστάσιος, ο Ευστράτιος, ο Θεόδωρος και ο Ιωάννης (Γιάννης). Τι μπορούσε να κάνει η καημένη προσπαθούσε να μας μεγαλώσει.
Το 1921 ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου 21 Μαΐου μέρα μεσημέρι φωνάζει ο ντελάλης (κύρηκας) όλοι οι χριστιανοί να ετοιμαστούν να κρύψουν ότι έχουν, θυμάμαι είχαμε ένα πιθάρι που είχε ύψος ένα εβδομήντα το γεμίσαμε μπακίρια την ίδια μέρα γέμισαν οι χριστιανοί την εκκλησία χαλιά και μπακίρια. Μετά το μεσημέρι της ίδιας μέρας ξεκινήσαμε, μας χώρισαν σε ομάδες από σαράντα οικογένειες.
Όταν ξεκινήσαμε είχε ήλιο μα γρήγορα σχεδόν μετά από μία ώρα άρχισε μία βροχή μία μπόρα, όλοι κάτι έριξαν επάνω τους για να προφυλαχτούν. Τι να κάνει η μάνα μας για να μη μας χάσει πήρε ένα σχοινί και μας έδεσε τον ένα κοντά στον άλλο και τη μια άκρη την έδεσε στη μέση της. Μετά από αρκετή πορεία το βράδυ γύρω στις εννέα φτάσαμε στο χωριό Κέλεντος, μας βάλανε σε ένα πανδοχείο εκεί που έβαζαν τα ζώα τους. Οι γυναίκες άναψαν φωτιά με βουνιές, για να στεγνώσουν τα ρούχα που ήταν μούσκεμα από την βροχή. Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε και φτάσαμε σ'ένα άλλο χωριό το Ακ Σεχίρ που είχε πολλούς χριστιανούς, οι χριστιανοί μόλις έμαθαν ότι φτάσαμε ήρθαν με ψωμιά και διάφορα τρόφιμα και μας μοίρασαν. Την άλλη μέρα ξεκινήσαμε και φτάσαμε σ' ένα άλλο χωριό το λεγόμενο Ατσεμ, σ' αυτό το χωριό μείναμε κάπου δεκαπέντε μέρες το χωριό αυτό ήταν καθαρά Τουρκικό αλλά δεν μας πείραξαν καθόλου. Μέσα από το χωριό περνούσε ένα μικρό ποταμάκι και οι κάτοικοι είχαν πολλά βουβάλια, λίγο έξω από το χωριό υπήρχε ένα λιβάδι όπου βοσκούσαν τα βουβάλια, το απόγευμα όταν τα κοπάδια από τα βουβάλια γύριζαν στο σπίτι πηγαίναμε εμείς τα παιδιά και μας έδιναν τυρί, γάλα, βούτυρο και ψωμί, οι γονείς μας έκαμναν διάφορες δουλειές εθέριζαν σιτάρια, κριθάρια, τριαντάφυλλα και έφερναν χρήματα ή τρόφιμα για να ζήσουν τις οικογένειες τους. Και ενώ περνούσαν ειρηνικά εδώ ξαφνικά έρχεται μια διαταγή, και άρχισαν να ειδοποιούν τις οικογένειες να μαζευτούν και αυτό γιατί είμασταν σκορπισμένοι σε διάφορα σπίτια ανά δύο ή τρεις οικογένειες τελικά μαζευτήκαμε στην πλατεία του χωριού, πήραμε ότι μπορούσε να πάρει ο καθένας στην πλάτη του και ξεκινήσαμε πεζοί και μετά από αρκετή πεζοπορία φτάσαμε σ' ένα μέρος που λεγόταν Αντζί Μπουγάρ, σ' αυτό το μέρος υπήρχαν δύο πηγάδια που το ένα είχε γλυκό νερό και το άλλο γλυφό ήταν τα πηγάδια ανάμεσα σε δύο βουνά. Απ' εδώ χωρίσαμε με τον αδελφό μου Κυριάκο που ήταν ο μεγαλύτερος μας, μαζί με τον αδελφό μου πήραν και άλλα παιδιά της ηλικίας του την ώρα που τους χώριζαν φανταστείτε τι γινόταν κλάματα και οδυρμοί οι μάνες έκλαιγαν τα παιδιά τους τα παιδιά τις μάνες και τ' αδέλφια του έχαναν γιατί δεν ήξεραν που θα τους πήγαιναν, τέλος αυτοί φύγανε μ' ένα χωροφύλακα και ένας χωροφύλακας έμεινε κοντά στα γυναικόπαιδα μέσα στα γυναικόπαιδα ήταν και ένας γέρος ο μπάρμπα Βασίλης Ασλάνογλου, στο μπάρμπα Βασίλη είπε ο χωροφύλακας ότι εδώ θα σας σφάξουν αλλά μην το λες στα γυναικόπαιδα. Μετά όμως από δυο τρεις ώρες ήρθε μια ευχάριστη είδηση να μας πάνε στο χωριό Κέλβερη την σημερινή Καρβάλη. Τέλος πάντων κατά τις τρεις με τέσσερις η ώρα αναχωρήσαμε όπως πάντα πεζοί μόνο δύο βοϊδόκαρα έφερε ο χωροφύλακας για τα ρούχα μας, εμείς τα παιδιά καμιά φορά κρυφά ανεβαίναμε στα κάρα οι καροτσέρηδες όταν μας έβλεπαν μας κατέβαζαν, περπατήσαμε αρκετές ώρες, ο ήλιος βασίλεψε άρχισε να σκοτεινιάζει στο χωριό που θέλαμε δεν φτάναμε, τότε ο χωροφύλακας λέγει στον μπάρμπα Βασίλη, λίγο παρακάτω είναι ένα πηγάδι εκεί κοντά να ξημερώσουμε. Τέλος πάντων φτάσαμε κοντά στο πηγάδι, αυτά γίνονται κατά τον μήνα Ιούνιο, εκεί στρώσαμε ότι είχε ο καθένας για να ξαποστάσουμε και να κοιμηθούμε. Κάπου κοντά στο πηγάδι ήταν το χωριό του χωροφύλακα, αυτός πήγε στο χωριό του και μάζεψε αυγά, τυριά, κρομμύδια και για ψωμί μας έφερε πίτες και γιουφκάδες.
|